- πανούσιος
- πᾰν-ούσιος, ον,A constituting universal substance, Dam.Pr.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανούσιος — ον, Α αυτός που αποτελεί καθολική ουσία, την ουσία τού παντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οὐσία (πρβλ. ομο ούσιος)] … Dictionary of Greek
πανούσιον — πανούσιος constituting universal substance masc/fem acc sg πανούσιος constituting universal substance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek